Με κριτήριο τον βαθμό ανταγωνισμού οι κλάδοι της οικονομίας διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες.
Στο ένα άκρο έχουμε τον πλήρη ανταγωνισμό, μια μορφή αγοράς στην οποία υπάρχουν πάρα πολλές επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Κάθε επιχείρηση είναι τόσο μικρή σε σχέση με το σύνολο του κλάδου που δεν έχει δύναμη να επηρεάσει την τιμή. Στο άλλο άκρο έχουμε το μονοπώλιο, όπου υπάρχει μόνο μια επιχείρηση στον κλάδο, η οποία δεν υφίσταται καθόλου ανταγωνισμό. Ενδιάμεσες μορφές είναι ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός, όπου υπάρχουν αρκετές επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται και ελευθερία εισόδου νέων επιχειρήσεων στον κλάδο, και το ολιγοπώλιο, όπου υπάρχουν λίγες μόνο επιχειρήσεις και η είσοδος νέων επιχειρήσεων είναι περιορισμένη.
ΠΛΗΡΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Χαρακτηριστικά του πλήρους ανταγωνισμού
• Πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και αγοραστών
• Δυνατότητα εισόδου και εξόδου για οποιαδήποτε επιχείρηση, οποιαδήποτε στιγμή
• Όλοι παράγουν ακριβώς το ίδιο αγαθό με ακριβώς το ίδιο κόστος
• Υπάρχει πλήρης πληροφόρηση σχετικά με το τι συμβαίνει ανά πάσα στιγμή
• Μια μεμονωμένη επιχείρηση δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή (είναι price taker)
Ως αγορά πλήρους ανταγωνισμού θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το χρηματιστήριο και ορισμένα αγροτικά προϊόντα όπως το ρύζι, το καλαμπόκι και το σιτάρι.
ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ
Με τον όρο μονοπώλιο αναφερόμαστε στην ακραία μορφή αγοράς όπου μια μόνο επιχείρηση παράγει ένα προϊόν για το οποίο δεν υπάρχουν στενά υποκατάστατα. Στην περίπτωση αυτή η επιχείρηση ταυτίζεται με τον κλάδο παραγωγής του προϊόντος.
Συνθήκες που οδηγούν σε μονοπώλια
• Ύπαρξη σημαντικών οικονομιών κλίμακας στην παραγωγή (ή/και το σχετικά μικρό μέγεθος της αγοράς). Το ελάχιστο μέσο κόστος επιτυγχάνεται σε υψηλό επίπεδο παραγωγής. Οι κλάδοι αυτοί αποτελούν «φυσικά μονοπώλια».
• Η αποκλειστική ιδιοκτησία των πρώτων υλών.
• Η κατοχή αποκλειστικού δικαιώματος εκμετάλλευσης ενός προϊόντος ή μιας μεθόδου
παραγωγής μέσω διπλώματος ευρεσιτεχνίας (νομική προστασία)
• Η παραχώρηση από το κράτος αποκλειστικού δικαιώματος στην παραγωγή (π.χ.
επιχειρήσεις κοινής ωφελείας)
• Ο αθέμιτος ανταγωνισμός
• Η κατοχή από μια επιχείρηση της γνώσης και της τεχνολογίας που απαιτείται για την παραγωγή του προϊόντος.
Παραδείγματα μονοπωλίου στην Ελλάδα είναι ο ΟΣΕ, η ΔΕΗ
ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Η δομή αγοράς που παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά μονοπωλίου και ορισμένα χαρακτηριστικά ανταγωνισμού ονομάζεται μονοπωλιακός ανταγωνισμός. Τα χαρακτηριστικά του είναι:
• Υπάρχει μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που ανταγωνίζονται για την ίδια ομάδα πελατών.
• Διαφοροποίηση προϊόντος: κάθε επιχείρηση παράγει ένα προϊόν που είναι (λίγο ή πολύ)
διαφορετικό από των άλλων επιχειρήσεων, άρα διαθέτει (περιορισμένη) μονοπωλιακή δύναμη. Έτσι η τιμή δεν θεωρείται ως δεδομένη από την επιχείρηση και η ατομική καμπύλη ζήτησης έχει αρνητική κλίση. Όμως λόγω της ύπαρξης στενών υποκαταστάτων
του προϊόντος η ζήτηση χαρακτηρίζεται από υψηλή ελαστικότητα.
• Ελευθερία εισόδου και εξόδου στον κλάδο: έτσι ο αριθμός των επιχειρήσεων μεταβάλλεται μέχρι να μηδενιστούν τα υπερκανονικά κέρδη (επισημαίνεται ότι η έννοια του κλάδου στον Μ.Α. δεν είναι πολύ σαφής, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να κατασκευαστούν καμπύλες αγοραίας προσφοράς και ζήτησης).
Αύξηση της ζήτησης του προϊόντος μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση της διαφήμισης που είναι αρκετά έντονη στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό.
Παραδείγματα μονοπωλιακού ανταγωνισμού είναι τα καταστήματα ενδυμάτων, τα πρατήρια βενζίνης, τα κουρεία, τα κομμωτήρια, τα φροντηστήρια, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια.
ΟΛΙΓΟΠΩΛΙΟ
Μια αγορά ονομάζεται ολιγοπωλιακή όταν ένας μικρός αριθμός επιχειρήσεων ελέγχει μεγάλο μέρος της αγοράς. Όμως οι ολιγοπωλιακές αγορές δεν είναι όλες πανομοιότυπες, αλλά διαφέρουν ως προς την δομή τους και επομένως ως προς την συμπεριφορά των επιχειρήσεων.
Σε κάποιες ολιγοπωλιακές αγορές το προϊόν είναι ομοιογενές ενώ σε κάποιες άλλες (που είναι η πλειοψηφία) διαφοροποιημένο.
Τα δύο κύρια χαρακτηριστικά που είναι κοινά σε όλες τις ολιγοπωλιακές αγορές είναι:
1. Ύπαρξη εμποδίων εισόδου. Τέτοια είναι η διαφοροποίηση του προϊόντος, το απόλυτο κοστολογικό πλεονέκτημα, οι οικονομίες κλίμακας και γενικότερα η ύπαρξη υψηλού «μη
ανακτήσιμου» κόστους (π.χ. δαπάνες για διαφήμιση, για έρευνα - ανάπτυξη κ.λ.π.)
2. Η αλληλεξάρτηση των επιχειρήσεων. Λόγω του μικρού αριθμού επιχειρήσεων η κάθε μια από αυτές πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την συμπεριφορά των υπολοίπων. Είναι λοιπόν αδύνατο να προβλεφθεί η επίδραση μιας μεταβολής της τιμής μιας επιχείρησης επί των πωλήσεών της αν δεν γίνουν κάποιες υποθέσεις για τις αντιδράσεις των άλλων επιχειρήσεων. Για αυτόν τον λόγο δεν υπάρχει μια μοναδική γενική θεωρία του ολιγοπωλίου.
Παραδείγματα ολιγοπωλίου είναι οι αγορές τσιμέντου, η κινητή τηλεφωνία, ηλεκτρικές συσκευές όπως ψυγεία, πληντύρια, κουζίνες, αυτοκίνητα ΙΧ, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, εφημερίδες, περιοδικά, τσιγάρα, απορρυπαντικά, γάλα
Συνοπτικά οι μορφές αγοράς παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα με τα χαρακτηριστικά τους
| Πλήρης ανταγωνισμός | Ατελής ανταγωνισμός | ||
| | Μονοπωλιακός ανταγωνισμός | Ολιγοπώλιο | Μονοπώλιο |
Αριθμός επιχειρήσεων | Πολύ μεγάλος | Μεγάλος | Μικρός | 1 επιχείρηση |
Δυνατότητα εισόδου | Απεριόριστη | Απεριόριστη | Περιορισμένη | Καμία |
Τύπος του Προϊόντος | Ομοιογενές | Διαφοροποιημένο | Ομοιογενές ή διαφοροποιημένο | Μοναδικό |
Παράδειγμα | Παραγωγή λαδιού | Εστιατόρια | Αυτοκινητοβιομηχανία | ΔΕΗ |
Καμπύλη ζήτησης της επιχείρησης | Οριζόντια. Η επιχείρηση δεν επηρεάζει την τιμή | Με αρνητική κλίση, αλλά σχετικά ελαστική. Η επιχείρηση έχει κάποιο έλεγχο στην τιμή | Με αρνητική κλίση, σχετικά ανελαστική. αλλά εξαρτάται από τις αντιδράσεις των ανταγωνιστών στις μεταβολές της τιμής | Με αρνητική κλίση, πιο ανελαστική από του ολιγοπωλίου. Η επιχείρηση έχει σημαντικές δυνατότητες ελένχου της τιμής |
Ανταγωνισμός ή συνεννόηση
Υπάρχουν δύο διαφορετικές τάσεις στα ολιγοπώλια:
• Η αλληλεξάρτηση μεταξύ επιχειρήσεων δημιουργεί μια τάση για σύμπραξη μεταξύ τους.
Αν καταφέρουν να συνεργαστούν και να ενεργήσουν σαν μονοπώλιο (δηλ. όταν αράγουν μικρότερη ποσότητα και την πωλούν σε τιμή πάνω από το οριακό κόστος) τότε Μεγιστοποιούν τα κοινά κέρδη.
• Από την άλλη πλευρά, κάθε ολιγοπωλητής ενδιαφέρεται μόνο για το δικό του κέρδος, και αυτό τον ωθεί στο να ανταγωνίζεται με τους άλλους στην προσπάθεια να ιδιοποιηθεί ένα μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη του κλάδου. Αυτές οι δύο τάσεις είναι ασυμβίβαστες. Όσο πιο σκληρός ο ανταγωνισμός, τόσο χαμηλότερα είναι τα κέρδη του κλάδου.
Με τους συνασπισμούς επιχειρήσεων επιτυγχάνεται η εξαφάνιση του μεταξύ τους ανταγωνισμού και ακόμη επιτυγχάνεται περισσότερο ορθολογική οργάνωση της παραγωγής και αποτελεσματική διοίκηση. Οι κυριότερες μορφές συνασπισμών είναι οι ακόλουθες:
Κοινοπραξίες (Pools)
Είναι συμπράξεις ομοειδών επιχειρήσεων που επιδιώκουν να καταργήσουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό και να αυξήσουν τα κέρδη. Αυτές καταρτίζονται με ιδιωτικά ή συμβολαιογραφικά έγγραφα. Σ' αυτή την κατηγορία υπάγονται και οι συμπράξεις τραπεζών ή ομίλων κεφαλαιούχων (τα γνωστά συνδικάτα).
Οι κοινοπραξίες υπάρχουν και λειτουργούν όταν γίνει πραγματικότητα ο επιδιωκόμενος σκοπός για τον οποίο καταρτίσθηκαν. Αντίθετα, οι κοινοπραξίες διαλύονται αυτόματα εφόσον δεν πετύχουν τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Κερδοσκοπικές συμπράξεις (Corners-Rings)
Συνιστώνται κυρίως μεταξύ των εμπόρων, μεσιτών, χρηματιστών ή ιδιωτών, με σκοπό να πραγματοποιήσουν ορισμένες κερδοσκοπικές ενέργειες (π.χ. να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες μήλων ή πατάτας) και να δημιουργηθεί έτσι μια τεχνητή περιορισμένη προσφορά (π.χ. πατάτας) στην αγορά, για να σχηματισθεί υψηλή τιμή στο προϊόν της σύμπραξης. Είναι κερδοσκοπικά τεχνάσματα, προσωρινού όμως χαρακτήρα.
Καρτέλ
Είναι η συγκέντρωση ομοειδών επιχειρήσεων οριζόντιας ή παράλληλης διάταξης. Κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι διατηρούν μεν την οικονομική, διοικητική και κυρίως τη νομική αυτοτέλεια, αλλά δεσμεύονται όσον αφορά την τιμή, την έκταση και περιοχή, την παραγόμενη ποσότητα κλπ., σύμφωνα με τη σύμβαση που έχουν υπογράψει. Τα καρτέλ συνιστώνται βάσει γραπτών συμφωνιών. Το σχετικό συμφωνητικό μπορεί να είναι ιδιωτικό ή δημόσιο. Τα καρτέλ συμφωνούν να ακολουθήσουν κοινή επιχειρησιακή συμπεριφορά, κοινή πολιτική για τα κοινά τους συμφέροντα. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν να καταργήσουν τον ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ τους και αν μπορέσουν να επιβληθούν μονοπωλιακά σε μια δεδομένη αγορά.
Έτσι το καρτέλ δεν αποτελεί μια νέα επιχείρηση ούτε έχει δικιά του περιουσία. Η πολιτική που ακολουθεί συνίσταται π.χ. στη διατήρηση των τιμών. Τα μέλη που αποτελούν το καρτέλ συμφωνούν π.χ. για τις τιμές (αγοράς και πώλησης) των προϊόντων, τους όρους πώλησης των προϊόντων, τις προθεσμίες πληρωμής, ορίζουν τις ποσότητες των προϊόντων που θα παραχθούν κλπ.
Τα καρτέλ διακρίνονται σε:
α) εθνικά και διεθνή,
β) ελεύθερα και ανταγωνιστικά,
γ) καρτέλ γεωγραφικού καθορισμού παροχών πώλησης ή καρτέλ καθορισμού ζωνών κατανάλωσης,
δ) καρτέλ προσφοράς και ζήτησης,
ε) καρτέλ καθορισμού όρων (ως προς την πώληση, παράδοση),
στ) καρτέλ καθορισμού παραγγελιών κ.ά.
Κονσέρν
Είναι ενώσεις επιχειρήσεων οριζόντιας (ομοειδείς επιχειρήσεις που παράγουν το ίδιο προϊόν) ή κάθετης μορφής (επιχειρήσεις που ανήκουν σε διαδοχικά στάδια παραγωγής ενός προϊόντος και ασχολούνται από την αρχική κατεργασία μεχρι την τελική μορφή του προϊόντος) ή οριζόντιας-κάθετης και συμπληρωματικής διάταξης (επιχειρήσεις που παράγουν συμπληρωματικά προϊόντα της μίας η της άλλης επιχείρησης) .
Αυτές οι επιχειρήσεις μπορεί να χάσουν τη διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία τους, διατηρούν όμως ακέραιη τη νομική αυτοτέλεια. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ως παράδειγμα την αγορά και ανταλλαγή μετοχών μεταξύ των συνεργαζομένων επιχειρήσεων, σε τρόπο ώστε η μια επιχείρηση να μπορεί να ελέγχει την άλλη. Τα κονσέρν τα διακρίνουμε σε οργανικά και ανόργανα.
α. Οργανικά κονσέρν: Είναι εκείνα που περιλαμβάνουν επιχειρήσεις συγγενών παραγωγικών κλάδων.
β. Ανόργανα κονσέρν (κονσέρν κεφαλαίου): Είναι εκείνα που περιλαμβάνουν επιχειρήσεις που ανήκουν σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας. Ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκουν, εμφανίζονται ως εταιρείες επένδυσης κεφαλαίου και εταιρείες χαρτοφυλακίου.
Στόχος των κονσέρν είναι να περιορίσουν τον ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ τους και να επιβληθούν μονοπωλιακά σε μια αγορά, καθώς επίσης να αυξήσουν την παραγωγικότητα των συνεργαζομένων επιχειρήσεων,
Τραστ
Είναι συγχωνεύσεις ορισμένου αριθμού μεγάλων επιχειρήσεων οριζόντιας υ κάθετης διάταξης. Οι επιχειρήσεις αυτές χάνουν όχι μόνο τη διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία τους, αλλά και τη νομική τους υπόσταση.
Η συγχώνευση αυτή επιτυγχάνεται με δύο τρόπους:
α. Η ισχυρότερη επιχείρηση του τραστ απορροφά τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του, εξαγοράζοντας το ενεργητικό και παθητικό τους.
β. Πολλές επιχειρήσεις μαζί συγχωνεύονται και ιδρύουν ένα νέο νομικό πρόσωπο στο οποίο περιέρχεται το σύνολο της περιουσίας των συγχωνευόμενων επιχειρήσεων. Τα τραστ είναι πολύ διαδεδομένα στις Η.Π.Α.
Ο σωστός προσδιορισμός του τραστ είναι ένα συμφωνητικό ή ένα συμβόλαιο. Δεν είναι, όπως πολλοί πιστεύουν, ειδικός τύπος εταιρείας. Είναι καθαρά μία συμφωνία – μολονότι είναι πολύ ειδική, ανάμεσα σε τρία μέρη:
Ο Διακανονιστής
Ο διακανονιστής είναι ο μεταβιβαστής των περιουσιακών στοιχείων στο τραστ. Οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο μπορεί να μεταβιβαστεί, επενδύσεις, μερίσματα, αυτοκίνητα, καράβια, ακίνητα ακόμα και μη χειροπιαστά όπως πατέντες και δικαιώματα. Από τη στιγμή που μεταβιβάζονται τα περιουσιακά στοιχεία στην τραστ αυτά δεν ανακαλούνται. Από τη στιγμή που ο διακανονιστής μεταβιβάσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία στην τραστ μπορεί νόμιμα να δηλώσει ότι δεν τα κατέχει πλέον. Αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον σε περίπτωση πτώχευσης, διαζυγίου και κληρονομιάς ή νόμιμες αξιώσεις, το τραστ είναι μία από τις πιο προτιμώμενες μεθόδους που χρησιμοποιείται από Αμερικανούς ιατρούς προκειμένου να διαφυλάξουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε περίπτωση αξιώσεων από ιατρική παράλειψη που τυχόν στραφούν εναντίον τους.
Διαχειριστής
Ο διαχειριστής είναι ο επίσημος διευθυντής του τραστ. Επίσημα ο διαχειριστής πρέπει να είναι ανεξάρτητος από τον διακανονιστή και έχει όλα τα δικαιώματα και τον πλήρη έλεγχο πάνω στην ακριβή λειτουργία του τραστ. Προφανώς, λίγοι άνθρωποι θα ήθελαν να αναθέσουν αυτό τον έλεγχο των περιουσιακών τους στοιχείων σε τρίτο άτομο, επομένως γενικά ο διαχειριστής πάντα θα ενεργεί ανεπίσημα κατόπιν εντολής του διακανονιστή. Είναι δυνατόν να γίνει μία ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ του διακανονιστή και του διαχειριστή σχετικά με ένα τραστ, ο διαχειριστής θα πρέπει να έχει μια ειδική άδεια. Έχουμε το προνόμιο να χρησιμοποιούμε υπηρεσίες ενός αξιόπιστου διαχειριστή και με μεγάλη πείρα.
Δικαιούχος
Όπως ορίζει και η λέξη, ο δικαιούχος είναι ένα άτομο ή άτομα που τελικά λαμβάνουν τα περιουσιακά τους στοιχεία από τον διαχειριστή. Ο Διακανονιστής μπορεί να είναι ένας ονομαστός δικαιούχος. Όλα τα δικαιώματα των δικαιούχων πρέπει να οριστούν κατά την έναρξη της τραστ και δεν μπορούν να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν. Αφού ο δικαιούχος λάβει τα περιουσιακά του στοιχεία από την τραστ τότε ευθύνεται να τα δηλώσει και να πληρώσει τους φόρους. Ο δικαιούχος μπορεί να λάβει τακτικές πληρωμές από την τραστ, π.χ. από τα κέρδη ή μπορεί να περιμένει να λήξη του τραστ και να λάβει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία και τα κέρδη στο ακέραιο.
Πλεονεκτήματα με την ίδρυση μιας τραστ
- Ο διακανονιστής μπορεί να μεταβιβάσει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία έχει και να δηλώσει νόμιμα ότι δεν τα κατέχει.
- Περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο τραστ δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά.
- Βασικοί κληρονόμοι δεν μπορούν να έχουν καμία αξίωση κατά του τραστ.
- Τα τραστ δεν φορολογούνται.
Μειονεκτήματα με την ίδρυση ενός τραστ
- Τα τραστ δεν μπορούν να δεσμευθούν στην επιχείρηση αλλά διαχειρίζονται πλήρως και προστατεύουν τα υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία.
- Η μέγιστη διάρκεια των τραστ είναι 99 έτη.
- Οι δικαιούχοι είναι υπεύθυνοι για την φορολόγηση μόλις διανεμηθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία.
- Από την στιγμή που έχει επιλεγεί ένας διαχειριστής είναι σχεδόν αδύνατον να αντικατασταθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου